- πρόπεψη
- και προπεψία, η, Νφυσιολ. α) το σύνολο τών διεργασιών που προηγούνται από την πέψη και τήν προετοιμάζουνβ) ειδική επεξεργασία την οποία υφίστανται ορισμένες τροφές οι οποίες χορηγούνται σε ασθενείς, με σκοπό τη μείωση τού έργου τών πεπτικών οργάνων.
Dictionary of Greek. 2013.